- προσωπιδοφορία
- η ношение маски
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσωπιδοφορία — η, Ν μεταμφίεση με προσωπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσωπιδοφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Βικέλα] … Dictionary of Greek